- ανθόπλεκτος
- -η, -οπλεγμένος με λουλούδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + πλεκτός. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο καί υπουργό Οικονομικών Ευστάθιο Σίμο (1804-1878)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθοπλεγμένος — η, ο ο ανθόπλεκτος … Dictionary of Greek